εξαιτώ

εξαιτώ
(AM ἐξαιτῶ, -έω)
μέσ. ἐξαιτοῡμαι
ζητώ παρακλητικά να μού δοθεί κάτι («δὸς πᾱσιν ἡμῑν ὥσπερ ἐξαιτούμεθα», Σοφ.)
αρχ.
1. ζητώ ή απαιτώ κάτι
2. ζητώ σε γάμο
3. αξιώνω την παράδοση κάποιου, κυρίως δούλου, για βασανισμό ή ανάκριση με βασανιστήρια («ἐξαιτοῡσι [τοὺς θεράποντας] οὐκ ἠθέλησαν ἐκδιδόναι», Αντιφ.)
4. παρακαλώ, ζητώ παρακλητικά («ἡ δὲ μήτηρ ἐξαιτησαμένη αὐτόν ἀποπέμπει πάλιν ἐπὶ τὴν ἀρχήν», Ξεν.)
5. (με εμπρόθ. προσδ.) μεσιτεύω
6. μέσ. ζητώ συγνώμη, άφεση («εἴ πως τὰ πρόσθε σφάλματ' ἐξαιτούμένος», Ευρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐξαιτῶ — ἐξαιτέω demand pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐξαιτέω demand pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐξαιτέω demand pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐξαιτέω demand pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιτώ — ( έω) (Α αἰτῶ) 1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ 2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι* νεοελλ. διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική αρχ. Ι. ενεργ. 1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι 2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι 3. επιθυμώ, ποθώ 4.… …   Dictionary of Greek

  • εξαίτημα — ἐξαίτημα, το (Μ) [εξαιτώ] αίτημα …   Dictionary of Greek

  • εξαίτησις — ἐξαίτησις, η (Α) [εξαιτώ] 1. αίτηση παραδόσεως κάποιου για τιμωρία ή βασανιστήρια («τῆς μὲν ἐξαιτήσεως ἐπέσχον», Δημοσθ.) 2. μεσολάβηση, επέμβαση 3. αίτηση για ικανοποίηση 4. παράκληση …   Dictionary of Greek

  • προεξαιτώ — έω, Α [ἐξαιτῶ] απαιτώ προηγουμένως κάτι …   Dictionary of Greek

  • συνεξαιτώ — έω, Α ζητώ κάτι συγχρόνως ή μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαιτῶ «ζητώ παρακλητικά κάτι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”